- αποθέσιμος
- ος , ον могущий быть отложенным про запас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθέσιμος — ἀποθέσιμος, ον (Α) [αποτίθημι] αυτός που μπορεί να αποθηκεύεται, που αποταμιεύεται … Dictionary of Greek
ἀποθέσιμα — ἀποθέσιμος stored away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)